- τονωτικός
- -ή, -ό1. δυναμωτικός, διεγερτικός, ζωογονητικός: Τονωτικές ενέσεις.2. το ουδ. ως ουσ., τονωτικό, το δυναμωτικό φάρμακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τονωτικός — bracing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικός — ή, ό / τονωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [τονῶ / ώνω] αυτός που επιφέρει τόνωση, δυναμωτικός νεοελλ. 1. συνεκδ. διεγερτικός, αναζωογονητικός 2. (για φάρμακο) αυτός που αυξάνει ή ενισχύει τη δραστηριότητα τών οργάνων 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα… … Dictionary of Greek
τονωτικά — τονωτικός bracing neut nom/voc/acc pl τονωτικά̱ , τονωτικός bracing fem nom/voc/acc dual τονωτικά̱ , τονωτικός bracing fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικώτερον — τονωτικός bracing adverbial comp τονωτικός bracing masc acc comp sg τονωτικός bracing neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικῶν — τονωτικός bracing fem gen pl τονωτικός bracing masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικόν — τονωτικός bracing masc acc sg τονωτικός bracing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικαῖς — τονωτικός bracing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικοῖς — τονωτικός bracing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικοί — τονωτικός bracing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τονωτικῆς — τονωτικός bracing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)